Ναι, αναφέρομαι στη γνωστή «πίσω πόρτα», τον κώλο.
Μερικά χρόνια πριν, δε μπορούσα να καταλάβω τι σκατά βρίσκουν αυτά τα αρσενικά στον κώλο μου και μου ζητάνε να τον πηδήξουν. Δεν ήθελα. Όχι επειδή φοβόμουν μη πονέσω, κι όταν ξεπαρθενεύτηκα πόνεσα. Δεν ήθελα να κάνω κάτι που δεν έβρισκα κανένα λόγο να το κάνω. Εξηγούσα λοιπόν στον εκάστοτε γκόμενο που μου το ζήταγε ότι δε θέλω να το κάνω γιατί δε βρίσκω το λόγο. Του δίνω μουνί, κάνω καλές πίπες, ε, τι σκατά. Δε του φτάνουν; Κανείς τους δε με πίεσε. Μπράβο τους λέω εγώ.
Μέχρι που γνώρισα τον άντρα μου. Εντάξει, δε μπορώ να πω ότι μου το ζήτησε αμέσως, αλλά έκανε κινήσεις να μου δείξει ότι ήθελε και λίγο κωλαράκο. Για παράδειγμα, σχεδόν κάθε φορά που πηδιόμασταν, προσπαθούσε να βάλει κι ένα δάχτυλο πίσω. Τον απομάκρυνα διακριτικά πολλές φορές, αλλά αυτός εκεί. Το χαβά του. Ένα βράδυ, κι αφού είχαμε επιστρέψει σπίτι μας από τη δουλειά, κομμάτια και οι δύο, προσπαθούσαμε να κανονίσουμε ποιος θα μπει πρώτος για μπάνιο. Τελικά μου πρότεινε να πάω πρώτη, γιατί ο ίδιος βαριόταν να σηκωθεί από τον καναπέ. Στο μεταξύ, έπρεπε να πάμε και στα πεθερικά μου –μπλιάχ- που μας περίμεναν για φαγητό. Μη τα πολυλογώ, μπήκα στο μπάνιο και μόλις ένιωσα το καυτό νερό να κυλάει στο κορμί μου, κόντεψα να λιποθυμήσω από ευχαρίστηση. Λίγα λεπτά μετά, άκουσα την πόρτα και πριν το καταλάβω, ο Γιάννης ήταν μαζί μου μέσα στη μπανιέρα και με φιλούσε –σε προχωρημένη στύση. Τέλος πάντων, αφού χαμουρευτήκαμε λίγο, πήγαμε και στο «κυρίως πιάτο»… λίγα λεπτά μετά, ένιωσα πάλι το δάχτυλο του πίσω. Όχι που θα το ξέχναγε. Προσπάθησα να του το τραβήξω, αλλά αυτός εκεί, επιμονή. Που να χέσω την επιμονή και τον εγωισμό αυτών που γεννήθηκαν στον αστερισμό του Λέοντα. Τον άφησα. Ούτως ή αλλιώς, μόνο με χάιδευε. Δε γαμιέται λέω, άστον. Έλα όμως που το έβαλε και μέσα! Τραβήχτηκα διακριτικά –δε πόνεσε, αλλά με ενοχλούσε να το νιώθω εκεί-, και μου ζήτησε να ξεβγάλουμε τις σαπουνάδες και να πάμε στο κρεβάτι μας. Ξεκινήσαμε τι όμορφα να το κάνουμε, και ξαφνικά με γύρισε στα 4. Καλά μέχρι εδώ. Άρχισε να με χαϊδεύει πάλι πίσω. Τον άφησα. Έβαλε το δάχτυλό του μέσα. Προσπάθησα να τραβηχτώ, αλλά μάταια. Με είχε στριμώξει. Μια μέσα, μια έξω, το συνήθισα και το δάχτυλο –άσχετα αν μου προκαλούσε ΜΟΝΟ ενόχληση και τίποτ’ άλλο. Μετά έβγαλε και το δάχτυλο και πήρα ανάσα.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Πάρε μια βαθιά ανάσα και μην εκπνεύσεις αν δε σου πω.
ΕΓΩ: Ούτε που να το σκέφτεσαι!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Έλα, λίγο, κι αν πονέσεις, θα βγω. Υπόσχομαι.
Και τον άφησα. Λέω, σιγά μωρέ. Θα πονέσει λίγο στην αρχή, θα περάσει, που θα πάει. Με το που τον ένιωσα να σπρώχνει, ξέχασα και τη μέθοδο Λαμάζ, ξέχασα και το όνομά μου και επικεντρώθηκα στους 2 πόντους που είχαν μόλις παραβιάσει λάθος πόρτα, και με τρόμο σκέφτηκα και τους άλλους 23 που θ’ ακολουθούσαν. Ω μοντιέ. Ακούστηκε ένα «αχ». Εγώ ήμουν. Σταμάτησε για λίγο. Μου ζήτησε να χαλαρώσω γιατί σφιγγόμουν και τα έκανα χειρότερα. Ναι, πες μας κι ότι φταίμε που είμαστε σφιχτοκώλες. Συνέχισε να μπαίνει πιο βαθιά. Ω Θεέ Μεγαλοδύναμε. Ω Χριστιανοί. Βοηθάτε με καλέέέέ!!!!! Με σφάζουν! Το ότι ένιωσα να με σφάζουν σαν τον Καραϊσκάκη και να μου τρυπάνε καρφίτσες στην καρδιά, το φαντάζεστε, έτσι;
Προσπάθησα επί ματαίω να τραβηχτώ. Όσο εγώ έκανα πιο μπροστά, τόσο έκανε κι αυτός. Μέχρι που βρέθηκα ξαπλωμένη μπρούμυτα, με το Γιάννη από πάνω μου. Όχι, δεν ήταν ο Γιάννης που με πονούσε –σιγά μη με πονέσει 55 κιλά άνθρωπος- , 25 πόντοι μήκος και άλλοι τόσοι φάρδος που ήταν μέσα στον κώλο μου με πονούσαν. Ήταν και προικισμένο το παιδί. Συνέχισε να μπαινοβγαίνει, αλλά αργά, κι αυτό ήταν χειρότερο. Από το δικό μου το μυαλό πέρασαν οι γονείς μου και όλοι μου οι γκόμενοι που είχα στο παρελθόν. Άρχισα να σκέφτομαι πώς να’ ναι στον άλλο κόσμο. Από το δικό του το μυαλό από την άλλη, ευχόμουν να περάσει καμιά σφαίρα.
Πήρε χαμπάρι ότι ΠΕΘΑΙΝΩ και τραβήχτηκε. Έχετε ακούσει που λένε «του κώλου τα 9μερα»; Ε, δε’ν τυχαίο. Μετά από κάτι τέτοιο, 9 μέρες κάνει ο σφιγκτήρας να έρθει στα συγκαλά του. Έκανα 9 μέρες να καθίσω σαν άνθρωπος και άλλες τόσες να τον αφήσω να μ’ αγγίξει αν πρώτα δε μου είχε υποσχεθεί να μη πλησιάσει εκεί ούτε για να χαζέψει. Φυσικά, δε πήγαμε στους γονείς του εκείνο το βράδυ.
Από τότε δεν τον άφησα να το ξανακάνει. Άσχετα αν το επιχείρησε κι αυτός πολλές φορές.
Όταν χωρίσαμε και μετά, γνώρισα και άλλους δύο –το Διονύση και το νεαρό -. Ο Διονύσης δε πρόλαβε να το ζητήσει. Ο νεαρός το ζήτησε διακριτικά. Το συζητάγαμε 2 μέρες. Ήταν αδύνατο να με πείσει. Συμφωνήσαμε όμως να τον αφήσω να δοκιμάσει. Ήμουν σίγουρη πως θα με πονούσε. ΕΚΑΝΑ ΛΑΘΟΣ.
Ο νεαρός –που μετράει 26 ποταπά χρόνια ζωής- , όχι μόνο ΔΕ με πόνεσε, αλλά μ’ έκανε να το ζητάω συνέχεια. Ποια; Εγώ. Που μου μίλαγες για «πίσω πόρτα» και γελούσα. Ο άνθρωπος είχε το ταλέντο έμφυτο, πώς να το κάνουμε. Οκ, πόνεσε λίγο στην αρχή, αλλά μετά συνήθισα. Την πρώτη φορά έμεινε μέσα 5 λεπτά, αλλά το’ κανε σιγά. Τη δεύτερη 15. Τρίτη δεν υπήρξε.
Το λοιπόν. Το παν είναι να ξέρεις πώς να το κάνεις. Είτε τον έχεις 25 πόντους, είτε 15. Σε επόμενο ποστ θα σας δώσω οδηγίες για το πώς το τρίβουν το πιπέρι και, φυσικά, πώς να την πείσεις να κάτσει. Τώρα δε μπορώ να γράφω άλλο. Πάω να πάρω τηλέφωνο το νεαρό να μου πει τα μυστικά. Το επόμενο ποστ μου θα το γράψει εκείνος. Αν δεχτεί βέβαια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου